πελαγήσιος

πελαγήσιος
και πελαήσιος, -α, -ο
πελάγιος, τού πελάγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • πελαήσιος — α, ο βλ. πελαγήσιος …   Dictionary of Greek

  • πελαγίτης — ὁ, θηλ. πελαγῑτις, ίτιδος, ΜΑ μσν. πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος αρχ. αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. αιγιαλ ίτης, ωκεαν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • πελαγικός — ή, ό / πελαγικός, ή, όν, ΝΑ [πέλαγος] πελάγιος, πελαγήσιος, τού πελάγους νεοελλ. φρ. α) «πελαγικά ιζήματα» γεωλ. αποθέσεις στον πυθμένα τής ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται κυρίως από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες… …   Dictionary of Greek

  • υποπελάγιος — α, ο, Ν (για θαλάσσιους οργανισμούς και κυρίως για κοράλλια και σπόγγους) αυτός που ζει προσκολλημένος ή έρπει στον βυθό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πελάγιος «θαλασσινός, πελαγήσιος» (< πέλαγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”